ελαιοπώλης

ελαιοπώλης
ο (Α ἐλαιοπώλης)
αυτός που πουλά λάδι, ο λαδάς, ο λαδέμπορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐλαιοπώλης — oil merchant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιοπῶλαι — ἐλαιοπώλης oil merchant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιοπώλαις — ἐλαιοπώλης oil merchant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιοπώλην — ἐλαιοπώλης oil merchant masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • λαδάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 210 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 34 χλμ. ΒΑ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * ο, θηλ. λαδού 1. ελαιοπαραγωγός 2. έμπορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”